- καμαροφρύδι
- και καμαρόφρυδο, τολεπτό και καμαρωτό, τοξοειδές φρύδι.[ΕΤΥΜΟΛ. < καμάρα + φρύδι].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καμαροφρύδι, το — και καμαρόφρυδο,το τα καμαρωτά φρύδια: Το καμαροφρύδι είναι το χαρακτηριστικό του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καμαροφρύδης — ο, θηλ. καμαροφρύδα και καμαροφρυδούσα (Μ καμαροφρύδης) [καμαροφρύδι] αυτός που έχει καμαρωτά, τοξωτά φρύδια … Dictionary of Greek